- ἐπετήσιος
- ἐπ-ετήσιος (ϝέτος): throughout all the year, Od. 7.118†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επετήσιος — ἐπετήσιος, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί όλο το έτος 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο, ενιαύσιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπετήσιον για ένα έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ετήσιος (< έτος)] … Dictionary of Greek
ἐπετήσιος — from year to year masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετήσιον — ἐπετήσιος from year to year masc/fem acc sg ἐπετήσιος from year to year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετησίοις — ἐπετήσιος from year to year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετησίους — ἐπετήσιος from year to year masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετησίῳ — ἐπετήσιος from year to year masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
τελεσφορία — ἡ, Α [τελεσφόρος] 1. μύηση σε μυστήρια, μυσταγωγία («τελεσφορία ἐπετήσιος», Καλλ.) 2. (γενικά) κάθε εορτή ή τελετή όμοια με μύηση 3. η καταβολή τέλους, φόρου 4. ωρίμαση καρπού … Dictionary of Greek